υπερώϊον — τὸ, Α βλ. υπερώο … Dictionary of Greek
ὑπερῴιον — ὑπέρ οἰάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὑπέρ οἰάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
υπερωϊόθεν — Α επίρρ. από το υπερώο, από το ανώι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερῷον / ὑπερώϊον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μυχό θεν)] … Dictionary of Greek
uper, uperi — uper, uperi English meaning: over, above Note: Centum languages prove that Root upér, upéri : “over, above” derived from an older Root *hukwér, *hukwéri : “over, above”, later the old laryngeal was lost. What becomes clear is the… … Proto-Indo-European etymological dictionary